βακηλος

βακηλος
    βάκηλος
    (ᾰ) ὅ евнух-служитель Кибелы Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βακηλος" в других словарях:

  • βάκηλος — βάκηλος, ο (Α) 1. ευνούχος στην υπηρεσία της θεάς Κυβέλης 2. θηλυπρεπής 3. βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ανατολικής προελεύσεως, που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε με μετάθεση από τις λέξεις κάβηλος και κάληβος, που έχουν την ίδια σημασία στον Ησύχιο, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • βάκηλος — eunuch in the service of Cybele masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακήλων — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακήλως — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκηλοι — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκηλον — βάκηλος eunuch in the service of Cybele masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BACELUS — vir quidam effeminatus, totusque luxuriae deditus. Unde Proverb. Bacelo similis. Hesych. Βάκηλος, ὁ μέγας καὶ ἀνόητος, ἠ ` ὁ ἀπόκοπος, ὁ ὑπ᾿ ἐνίων Γάλλος. Ο᾿ι δὲ ἀνδρόγυνος, ἄλλοι παρειμένος, γυναςκώδης παρὰ Μενάνδρῳ Υμνιδι. Nic. Lloydius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τριβάκηλος — ὁ, Α (ως τίτλος κωμωδίας τού Ναιθίου) ο τρεις φορές θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βάκηλος «θηλυπρεπής, ευνούχος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»